οστεομαλακία

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

και οστεομαλακυνσία και οστεομαλάκυνση, η
ιατρ. απασβεστωτική νόσος τών οστών με ελάττωση του επιπέδου του ασβεστίου και του φωσφόρου στο αίμα, νόσος που μπορεί να θεραπευθεί με χορήγηση βιταμίνης D.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteomalacia < ὀστέον / ὀστοῦν + -μαλακία (< μαλακός). Ο τ. ὀστεομαλακία μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].