μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α)οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + -φόρος].