ουμανιστής

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ουμανίστρια
ανθρωπιστής, υπέρμαχος του ουμανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hymaniste (βλ. λ. ουμανισμός)].