ουρανίτης

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) το σύνολο τών φωσφορικών και αρσενικικών ορυκτών του ουρανίου τα οποία περιέχουν και αλκάλια ή αλκαλικές γαίες ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranite (< Ουρανός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].