ουρτικώδη
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών και εύκρατων περιοχών στην οποία ανήκουν πολύ γνωστά φυτά, όπως η συκιά, το αρτόδενδρο, η μουριά, η φτελιά, η τσουκνίδα, ο λυκίσκος, η ινδική κάνναβις κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticales (< λατ. urtica «τσουκνίδα»)].