αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ὀψοφαγῶ, -έω (Α) οψοφάγος
1. τρώω χωρίς ψωμί φαγητά που τρώγονται συνήθως μαζὶ με ψωμί, είμαι λαίμαργος
2. τρώω εκλεκτά φαγητά.