οὐλαδώνυμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, v. οὐλαμώνυμος.
German (Pape)
[Seite 412] s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰδώνῠμος: -ον, ἴδε οὐλαμώνυμος.
Greek Monolingual
οὐλαδώνυμος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) ουλαμώνυμος.
Full diacritics: οὐλαδώνυμος | Medium diacritics: οὐλαδώνυμος | Low diacritics: ουλαδώνυμος | Capitals: ΟΥΛΑΔΩΝΥΜΟΣ |
Transliteration A: ouladṓnymos | Transliteration B: ouladōnymos | Transliteration C: ouladonymos | Beta Code: ou)ladw/numos |
ον, v. οὐλαμώνυμος.
[Seite 412] s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.
οὐλᾰδώνῠμος: -ον, ἴδε οὐλαμώνυμος.
οὐλαδώνυμος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) ουλαμώνυμος.