οὐλοπρόσωπος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
οὐλοπρόσωπον, (οὐλή) with scars on the face, Anatoliusin Cat. Cod.Astr.8(3).188.6.
Greek Monolingual
οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.