οὐριβάτας

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρῐβάτας Medium diacritics: οὐριβάτας Low diacritics: ουριβάτας Capitals: ΟΥΡΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ouribátas Transliteration B: ouribatas Transliteration C: ourivatas Beta Code: ou)riba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρειβάτης, walking the mountains, E.Fr.773.27 (lyr.), cj. in Id.El.170 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
poét. c. ὀρειβάτης.

Russian (Dvoretsky)

οὐρῐβάτᾱς: ου (βᾰ) adj. m Eur. = ὀρειβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρειβάτης, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. και Δωρ. αντί ὀρειβάτης, αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης ὀριβάτης, σε Αριστοφ.