πάμβουλος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

German (Pape)

[Seite 453] allrathend, v. l. Orph. H. 24, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πάμβουλος: -ον, ὁ τοὺς πάντας συμβουλεύων, διαφ. γραφ. ἀντὶ πολύβουλος, Ὀρφ. 24. 4.

Greek Monolingual

πάμβουλος, -ον (Α)
αυτός που συμβουλεύει τους πάντες για κάθε ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].