πάρθεσαν

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 act épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

πάρθεσαν: Επικ. αντί παρέθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

πάρθεσαν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к παρατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρθεσαν indic. aor. act. 3 plur. van παρατίθημι.