Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
η πασάρω
1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι
2. (αθλ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη
3. φρ. «κάνω πάσα» — κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση.