οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Full diacritics: πάϊλλος | Medium diacritics: πάϊλλος | Low diacritics: πάϊλλος | Capitals: ΠΑΪΛΛΟΣ |
Transliteration A: páïllos | Transliteration B: paillos | Transliteration C: paillos | Beta Code: pa/i+llos |
[ᾰ], ὁ, male infant, IG7.700, al. (Tanagra).
πάϊλλος, ὁ (Α)
αρσενικό παιδί, αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. -λος με διπλασιασμό του -λ- φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή του -δ- σε -λ-].