παιπαλώ
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Greek Monolingual
παιπαλῶ, -άω (Α) παιπάλη
είμαι επιτήδειος στις δολιότητες και τις πανουργίες, είμαι πανούργος.