παλαίμαχος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

ο
1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής
2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].