παλαιοθέτης

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιοθέτης Medium diacritics: παλαιοθέτης Low diacritics: παλαιοθέτης Capitals: ΠΑΛΑΙΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: palaiothétēs Transliteration B: palaiothetēs Transliteration C: palaiothetis Beta Code: palaioqe/ths

English (LSJ)

παλαιοπράγμων, δραστήριος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 445] nach Hesych. u. Phot. παλαιοπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιοθέτης: «παλαιοπράγμων, δραστήριος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

παλαιοθέτης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παλαιοπράγμων, δραστήριος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + θέτης (< τίθημι)].