παμπρόσθη
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
v. παμπορθής.
German (Pape)
[Seite 454] verderbte Lesart bei Aesch. Ag. 696, vielleicht πάμπροσθε.
Greek (Liddell-Scott)
παμπρόσθη: ἐφθαρμένον παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 714, ἔνθα ὁ Seidl. προὔτεινε παμπορθῆ ἐκ τοῦ παμπορθής, ές, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, φθείρων· ὁ Paley πάμπροσθ’ ἧ.
Greek Monotonic
παμπρόσθη: παρεφθαρμ. στον Αγαμ. του Αισχύλ.
Middle Liddell
corrupt in Aesch. Ag.