πανάγρετος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
πανάγρετον, taking all kinds of game, νευρά AP6.75 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 455] νευρά, Alles fangend, Paul. Sil. 45 (VI, 75).
Greek Monolingual
πανάγρετος, -ον (Α)
αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλινάγρετος].