παναπηρής

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰπηρής Medium diacritics: παναπηρής Low diacritics: παναπηρής Capitals: ΠΑΝΑΠΗΡΗΣ
Transliteration A: panapērḗs Transliteration B: panapērēs Transliteration C: panapiris Beta Code: panaphrh/s

English (LSJ)

παναπηρές, all-unmutilated, κεφαλαί Call. Cer.126.

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz unverstümmelt, unversehrt, Callim. Cer. 126.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰπηρής: -ές, ὅλως ἄβλαπτος, ὁλόκληρος, μὴ πεπηρωμένος, ἀκέραιος, Καλλ. εἰς Δήμ. 125.

Greek Monolingual

παναπηρής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ' όλα ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπηρής «αρτιμελής»].