πανευεργέτης

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, sehr wohlthuend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνευεργέτης: -ου, ὁ, μέγας εὐεργέτης, εὐεργετικώτατος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μεγάλος ευεργέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐεργέτης.