πανηγυράζω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
celebrate a πανήγυρις, SIG344.3 (Teos, iv B. C.).
Greek Monolingual
και πανηγυριάζω Α
(δ. γρφ.) βλ. πανηγυρίζω.