παραλήγουσα

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ΝΑ
γραμμ.
1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά»)
2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα
η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης.