φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
ΝΑ
γραμμ.
1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά»)
2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα
η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης.