παραπόρτι

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

Greek Monolingual

το / παραπόρτιον, ΝΜ
μικρή πλάγια θύρα
νεοελλ.
1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα
2. μικρή κρυφή θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πόρτα + επίθημα -ιον].