παρδάλεος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
v. παρδάλειος.
German (Pape)
[Seite 509] vom Panther, zum Panther gehörig, nach den Gramm. ion. S. παρδαλέη.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
βλ. παρδάλειος.
Greek Monotonic
παρδάλεος: -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη λεοπάρδαλη.