παρθενοκομία

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοκομία Medium diacritics: παρθενοκομία Low diacritics: παρθενοκομία Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΚΟΜΙΑ
Transliteration A: parthenokomía Transliteration B: parthenokomia Transliteration C: parthenokomia Beta Code: parqenokomi/a

English (LSJ)

v. παρθενοκόμος.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Pflege der Jungfrauen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοκομία: ἡ, ἡ περὶ παρθένων φροντίς, ἀνατροφὴ αὐτῶν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 541C, Ἀν. Ὀξ. Κραμ. τ. 2, σ. 398, 17.

Greek Monolingual

ἡ, Α
παρθενοκόμος
η μέριμνα ή η ανατροφή παρθένων.