παρρέκτης

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρέκτης Medium diacritics: παρρέκτης Low diacritics: παρρέκτης Capitals: ΠΑΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: parréktēs Transliteration B: parrektēs Transliteration C: parrektis Beta Code: parre/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = πανοῦργος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παρρέκτης: -ου, ὁ, =πανοῦργος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πανούργος, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης, με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -ρ-].