παρρέκτης
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: παρρέκτης | Medium diacritics: παρρέκτης | Low diacritics: παρρέκτης | Capitals: ΠΑΡΡΕΚΤΗΣ |
Transliteration A: parréktēs | Transliteration B: parrektēs | Transliteration C: parrektis | Beta Code: parre/kths |
ου, ὁ, = πανοῦργος, Hsch.
παρρέκτης: -ου, ὁ, =πανοῦργος, Ἡσύχ.
ὁ, Α
πανούργος, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης, με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -ρ-].