πατροφαής

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

German (Pape)

[Seite 536] ές, vom Vater leuchtend, Greg. Naz.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τον Χριστό) αυτός που παίρνει το φως από τον Πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αστροφαής].