παυσίνοσος
From LSJ
English (LSJ)
παυσίνοσον, curing sickness, ib.3.900.
German (Pape)
[Seite 538] Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui guérit la maladie.
Étymologie: παύω, νόσος.
Russian (Dvoretsky)
παυσίνοσος: (ῐ) прекращающий болезнь (ἄκεσις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παυσίνοσος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν νόσον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, θεραπευτικός («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νόσος.
Greek Monotonic
παυσίνοσος: -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.
Middle Liddell
παυσί-νοσος, ον,
curing sickness, Anth.