Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεζοπορώ

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ πεζοπόρος
1. βαδίζω με τα πόδια, πεζοδρομώ
2. πορεύομαι στην ξηρά, κάνω χερσαίο ταξίδι, οδοιπορώ.