πεντετής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
German (Pape)
[Seite 558] ές, fünfjährig, σπονδαί, Ar. Ach. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. πενταετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντετής -ές of πεντέτης -ετες [πέντε, ἔτος] van vijf jaar.