πεπνυμένως

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεπνῡμένως: рассудительно, разумно Democr.