περίκλειστος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

German (Pape)

[Seite 579] umschlossen, Plut.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκλειστος, -ον, ΝΑ περικλείω
κλειστός από παντού, κλεισμένος ολόγυρα, από όλα τα σημεία, περίφρακτος.