περιήγηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / περιήγησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιηγούμαι
νεοελλ.-μσν.
μετάβαση σε διάφορους τόπους για να τους γνωρίσει κανείς και να επισκεφθεί τα αξιοθέατά τους, ο τουρισμός
αρχ.
1. η ξενάγηση σε έναν χώρο
2. γεωγραφική περιγραφή («oἱ τὰς περιηγήσεις καί τοὺς περίπλους ποιησάμενοι», Αθήν.)
3. η εξωτερική εμφάνιση («αἰε τῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγεθος», Ηρόδ.).