περιήγησις
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A leading round and explaining, as is done by guides and cicerones, Luc.Cont. 22.
II geographical description, ἡ π. τῆς χώρας Str.9.2.6; οἱ τὰς π. καὶ τοὺς περίπλους ποιησάμενοι Ath.7.278d; π. γῆς γράφειν Aristid. Or.26(14).102, cf. Porph.Antr.2 (pl.); τῆς οἰκουμένης π., title of poem by Dionysius of Alexandria; π. Συρακουσῶν, title of work by Crito, Suid.
III outline, αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος in shape and size, Hdt.2.73.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, das Herumführen, und das damit verbundene Vorzeigen und Erklären alter Merkwürdigkeiten, Beschreibung; Luc. Cont. 22 u. Sp., bes. im geographischen Sinne. Bei Her. 2, 73, wo es vom Phönix heißt ἐς τὰ μάλιστα αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος, entweder nach der Beschreibung, oder richtiger nach den Umrissen, welche Maler von ihm entworfen haben.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de conduire autour ; description ou explication détaillée;
2 dessin du contour, contour.
Étymologie: περιηγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιήγησις -εως, ἡ [περιάγω] rondleiding:. ἔσῃ τὴν περιήγησιν πεποιημένος je zult klaar zijn met je rondleiding Luc. 26.22. omtrek, schets:. αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος qua silhouet lijkt hij het meest op een adelaar Hdt. 2.73.2.
Russian (Dvoretsky)
περιήγησις: εως ἡ
1 очертания, очерк, эскиз, Her.;
2 описание Luc.
Greek Monotonic
περιήγησις: -εως, ἡ (περιηγέομαι),
I. όπως το περιγραφή, περίγραμμα, διάγραμμα, σε Ηρόδ.
II. οδηγώ κάποιον ολόγυρα και του εξηγώ όσα είναι αξιοπρόσεχτα, πλήρης περιγραφή, όπως δίνεται από οδηγούς, συνοδούς και ξεναγούς, σε Λουκ.· γεωγραφική περιγραφή, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
περιήγησις: -εως, ἡ, τὸ ὁδηγεῖν καὶ ἐξηγεῖσθαι τὰ ἄξια σημειώσεως, πλήρης περιγραφή, οἵαν παρέχουσιν οἱ ὁδηγοὶ καὶ ξεναγοί, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 22. ΙΙ. γεωγραφικὴ περιγραφή, ἡ π. τῆς χώρας Στράβ. 403· οἱ τὰς π. καὶ τοὺς περίπλους ποιησάμενοι Ἀθήν. 278D· π. γῆς γράφειν Ἀριστείδ. 1. 226· τὸ γεωγραφ. ποίημα Διονυσίου τοῦ Ἀλεξανδρέως ἐκαλεῖτο τῆς οἰκουμένης περιήγησις (πρβλ. περιηγητής), καὶ μνημονεύεται τοῦ Κρίτωνος περιήγησις Συρακουσῶν ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. 2) ὡς τὸ περιγραφή, ἐξωτερικὸν σχῆμα, αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος, κατὰ τὸ σχῆμα καὶ τὸ μέγεθος, Ἡρόδ. 2. 73.
Middle Liddell
περιήγησις, εως, περιηγέομαι
I. like περιγραφή, an outline, contour, Hdt.
II. a leading round and explaining what is worth notice, a full description, such as is given by guides and cicerones, Luc.:— geographical description, Strab.