περιπλεκής
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
περιπλεκές, = περίπλεκτος, Nonn. D. 12.199.
German (Pape)
[Seite 587] ές, = Folgdm, Nonn. D. 12, 199.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλεκής: -ές, = περίπλεκτος, Νόνν. Δ. 12, 199.
Greek Monolingual
-ές, Μ
(ποιητ. τ.) περίπλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμπλεκής].