περιρραντισμός

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρραντισμός Medium diacritics: περιρραντισμός Low diacritics: περιρραντισμός Capitals: ΠΕΡΙΡΡΑΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: perirrantismós Transliteration B: perirrantismos Transliteration C: perirrantismos Beta Code: perirrantismo/s

English (LSJ)

ὁ, sprinkling with water, Sm.Za.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντισμός: -οῦ, ὁ, τὸ περιρραντίζειν, καθαίρειν διὰ ῥαντισμοῦ, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιρραντίζω
εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος.

German (Pape)

ὁ, das Ringsumbesprengen, Sp.