εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
-ουν, Α
αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύνους].
zusammengezogen aus περισσόνοος.