περιστίχω

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

German (Pape)

[Seite 594] s. περιστίζω.

French (Bailly abrégé)

ranger tout autour.
Étymologie: περί, στίχω.

Greek Monolingual

-άω, Α
στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στιχῶ (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. ομοστιχώ].