περιφαντάζομαι
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
German (Pape)
[Seite 598] oberflächlich betrachten, nach der Erscheinung beurteilen, ohne in das Wesen einzudringen, Simplic., im Gegensatz des κατακρατεῖν τῆς οὐσίας.
Greek (Liddell-Scott)
περιφαντάζομαι: ἀποθ., σχηματίζω φαντασιώδη ἔννοιαν πράγματός τινος, περιφαντάζεσθαι τὰ πράγματα καὶ μὴ κατακρατεῖν αὐτῶν τῆς οὐσίας Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 417.