πηγάνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = πήγανον, Thphr. HP 1.10.4 (pl.), Nic.Th.531, Al.49.
German (Pape)
[Seite 608] τό, dim. von πήγανον, auch eine Art Gemüsepflanze mit fleischigen Blättern, Theophr.; Nic. Ther. 531 Al. 49.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάνιον: [ᾰ], τό, βοτάνη τις ἔχουσα φύλλα σαρκώδη ὡς τὸ πήγανον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Νικ. Θηρ. 531, Ἀλεξιφ. 49.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. πηγάνιος.