πλήγμα

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το / πλῆγμα, ΝΜΑ
χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ.
γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος του παιδιού του ήταν μεγάλο πλήγμα» β. «οι συνεχείς χιονοπτώσεις κατέφεραν πλήγματα στην οικονομία»)
αρχ.
τσίμπημα σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη-γ- του πλήσσω (βλ.λ. πλήττω) + κατάλ. -μα].