πλίξις

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

German (Pape)

[Seite 637] ἡ, 1) das Schreiten, Ausschreiten. – 2) das Ausspannen, dah. die Spanne als Maaß, Suid. S. πλίξ.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα
2. τάνυσμα, τέντωμα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα του χεριού, η σπιθαμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ- του πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ-ε-πλίξ-ατο) + κατάλ. -ις].