πλατυκεφαλία
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του πλατυκέφαλου
2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός του κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας της πρόωρης αποστέωσης της στεφανιαίας ραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycephaly (< πλατυ- + -κεφαλία < -κέφαλος < κεφαλή)].