πλευροπριστήρ

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλευροπριστήρ Medium diacritics: πλευροπριστήρ Low diacritics: πλευροπριστήρ Capitals: ΠΛΕΥΡΟΠΡΙΣΤΗΡ
Transliteration A: pleuropristḗr Transliteration B: pleuropristēr Transliteration C: plevropristir Beta Code: pleuropristh/r

English (LSJ)

πλευροπριστῆρος, ὁ, rib-saw, Hermes38.283.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
πριόνι για να κόβονται τα πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πριστήρ (< πρίω «πριονίζω»)].