πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: πλευροπριστήρ | Medium diacritics: πλευροπριστήρ | Low diacritics: πλευροπριστήρ | Capitals: ΠΛΕΥΡΟΠΡΙΣΤΗΡ |
Transliteration A: pleuropristḗr | Transliteration B: pleuropristēr | Transliteration C: plevropristir | Beta Code: pleuropristh/r |
πλευροπριστῆρος, ὁ, rib-saw, Hermes38.283.
-ῆρος, ὁ, Α
πριόνι για να κόβονται τα πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πριστήρ (< πρίω «πριονίζω»)].