Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλεύση

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η / πλεῡσις, -εύσεως, ΝΜΑ
1. το να πλέει κανείς ή κάτι
2. ο πλους ενός σκάφους, το πλεύσιμο, η ναυσιπλοΐα
νεοελλ.
η πορεία μηχανοκίνητου ή ιστιοφόρου πλοίου και η διανυόμενη απόσταση, κν. τρέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ.- του ρ. πλέω (πρβλ. αορ. -πλευσ-α)].