πνευματούχος

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

ον, Ν
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως].