πνευματούχος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
ον, Ν
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως].