πνευματόμετρο

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

το, Ν
φυσιολ. συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών μέγιστων πιέσεων οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εισπνοής και της εκπνοής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatometer (< πνεύμα, -ατος + μέτρο)].